μονῳδῶς

μονῳδῶς
μονῳδός
singing alone
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μονωδῶς — μονώδης solitary adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονωδός — ό (ΑΜ μονῳδός, όν) (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η μονωδός αυτός που άδει μονωδία, που τραγουδάει μόνος, όχι «εν χορώ», χωρίς να συνοδεύεται από κανέναν, ο σολίστας μσν. το αρσ. ως ουσ. ποιητής δράματος στο οποίο ομιλεί ένα μόνο πρόσωπο. επίρρ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”